- ανήκοος
- ἀνήκοος, -ον (AM) [ακούω]μσν.1. αυτός που δεν άκουσε κάτι2. αυτός που δεν έμαθε, δεν πληροφορήθηκε κάτι3. ανυπάκουοςαρχ.1. αυτός που δεν ακούει, κουφός2. αυτός που αγνοεί κάτι, αμαθής, αγράμματος3. το ουδ. ως ουσ. το ανήκοονανυπακοή, απείθεια.
Dictionary of Greek. 2013.